|
το : ~ (μέλος) — член-корреспондент #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αντεπιστέλλον? — — χάντρα — εθελοντικά — σεμνύνομαι — ακρωτηριάζω — δειπνίζω — κακκαδιάζω — σαφήνεια — επιλαχών — ναζάκι — αγαλματίδιο — δενδροκαλλιέργεια — πυρέσσω — αλάλητος — ξιφοφόρος — ακαταγώνιστος — καλοστεκάμενος — αμετάπτωος — γκαστρωμένη — χρωματογόνος — μονοετής — εξπέρ |
|||