|
η прокатка, прокат (металла) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прокатка? — ελασματοποίηση как на (ново)греческом будет слово прокат? — ελασματοποίηση как с (ново)греческого переводится слово ελασματοποίηση? — прокатка, прокат — πιναρός — εικοσαήμερος — χλιαρότητα — ποντοπλοΐα — βρεθίκια — αποβαρβαρώνω — προφήτης — κοφεόδενδρον — συμποσιάρχης — ψυχοφάρμακο — γνέψιμο — στουμπάω — τάρταρος — ζούμπερο — ακτινοβολία — αντρίκειος — ωόλιθος — μορτιτικός — βαθύτατος — ιασμέλαιο — πρόθυμος |
|||