|
ο моряк; труженик моря #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моряк? — ναυτικός как на (ново)греческом будет слово труженик моря? — ναυτικός как с (ново)греческого переводится слово ναυτικός? — моряк, труженик моря — ανθοφυτεία — στυγερότητα — δυσμενικός — ολέτης — σκορποχέρα — δικαίωμα — εκδίκηση — φιλόπτωχος — πανηγυριστής — επώαση — ζερζαβάτι — δυναμίτιδα — μεμονωμένος — φρεσκομπογιατισμένος — ολισθαίνω — απονεκρωτικός — χιουμοριστικός — εύποτος — μεταξουργία — ιδού — άεργος |
|||