Новогреческий словарь
αυτοκινητέλαιο
αυτοκινητέλαιο
το тех.
автол
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
автол
? —
αυτοκινητέλαιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοκινητέλαιο
? — автол
#
(ново)греческий словарь
—
εκπνοή
—
συνεργάσιμος
—
δασύτης
—
θοδώρα
—
παράβυστον
—
γόμφωση
—
ανεπίστροφος
—
αμυνόμενος
—
ξυλοκοπανίζω
—
χρυσαφικό
—
ρυπαντικός
—
κανατάς
—
ζίβεθον
—
σουρεαλίστρια
—
κονδυλοφόρος
—
Φαίδρα
—
απρόοπτα
—
βλάστημα
—
ξενοδοχιακός
—
μίλτινος
—
περίαπτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве