Новогреческий словарь
αλετρεύω
αλετρεύω
пахать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пахать
? —
αλετρεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλετρεύω
? — пахать
#
(ново)греческий словарь
—
καρατόμηση
—
γαλότσα
—
μαστωδυνία
—
μαλλιαρίζω
—
φωτοτοπογραφία
—
κατατσακίζω
—
πατόξυλο
—
προπηλακίζω
—
εγκρασίχολος
—
ξεφτίλα
—
πευκόδασος
—
υποκαπνίζω
—
φυλλοβολία
—
ἡσσάομαι
—
πρασινίλα
—
αποφύλλιση
—
κρυσταλλογραφία
—
αρνησίχριστος
—
ίδρυμα
—
σκιαξάρης
—
ροβόλημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве