Новогреческий словарь
αντικρίζω
αντικρίζω
находиться против (чего-л.);
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντικρίζω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
βρούχος
—
διακενώ
—
νεκρομάντης
—
πιτσίλισμα
—
προσέδραμον
—
επιβοήθηση
—
μαδερι
—
μπαμπαλής
—
ανηφοριά
—
παρακλέβω
—
κανταδόρικα
—
μυθοποίηση
—
διαλαλώ
—
διαπραγματεύσιμος
—
τσουκάνα
—
ευκατόρθωτος
—
ρετσέτα
—
φαινομενικός
—
βολεύω
—
αναπιασμένος
—
τετριμμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве