Новогреческий словарь
ίσταμαι
ίσταμαι
(αόρ. εστήθην и εστάθην, παρατ. ιστάμην)
стоять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стоять
? —
ίσταμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ίσταμαι
? — стоять
#
(ново)греческий словарь
—
κομιτεία
—
ζααχροποιείο
—
διάκριση
—
διαφεντεύω
—
αποσκάφτω
—
ξαναθυμάμαι
—
ελαφροπιστία
—
αναβαίνω
—
της
—
αγελαδοτρόφος
—
μισερώνω
—
μείζων
—
φλουδερός
—
λιόπρινο
—
λευκαντικό
—
κρημνίζομαι
—
απόμπευτος
—
τολμητίας
—
σελωτός
—
Μπετελγκέζ
—
σαπωνίτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве