|
мед. глистогонный, противоглистный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глистогонный? — ανθελμιντικός как на (ново)греческом будет слово противоглистный? — ανθελμιντικός как с (ново)греческого переводится слово ανθελμιντικός? — глистогонный, противоглистный — δαχτυλιδένιος — υπερτρίχωση — φυλάττω — ανθρακόκονις — ζηλόφθονος — αρχαίος — διέδυν — αλειπτήρ — γοργοκάραβο — ωογενής — δάπτω — κληροδότημα — γαλάντης — μαργωτήρα — ανυφαντό — ανθρωπολογία — γαϊδουροκαλόκαιρο — ελβετικός — γύμναστρα — τορνευτικός — αλητεύω |
|||