Новогреческий словарь
στυλιζαρισμένος
στυλιζαρισμέν|ος
стилизованный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стилизованный
? —
στυλιζαρισμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
στυλιζαρισμένος
? — стилизованный
#
(ново)греческий словарь
—
υποκειμενισμός
—
πυροηλεκτρικός
—
κληροδότρια
—
εγχέω
—
σπινθηροβόλος
—
ψευταράς
—
ξημερώνομαι
—
χρυσόμυγα
—
λιβελλογραφώ
—
βλαχόπουλο
—
μουφλόν
—
χρώμα
—
αποστρεβλώνω
—
κτηματαγορά
—
αποβραδίς
—
Θεογεννήτωρ
—
αγεμάτιστος
—
υίοθέτηση
—
κυπαρισσόμηλο
—
σφερδούκλας
—
ημερομίσθιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве