|
η поздний брак #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поздний брак? — οψιγαμία как с (ново)греческого переводится слово οψιγαμία? — поздний брак — χαλυβόχρους — εντεροσκόπιο — πυριφλεγής — μηδαμώς — αδίκαστος — φουρτούνα — Έρμης — νυστάζω — επικαρπωτής — κηραλοιφή — ακατοχύρωτος — καθεστηκυία — ξεμπαρκάρω — μονόγλωσσος — τουρκοπατημένος — σταλαγμένος — γυψώνω — αντιτείνω — αιμοφιλία — φυτοβένθος — παχυσαρκία |
|||