|
высыхать, иссякать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высыхать? — αποστερεύω как на (ново)греческом будет слово иссякать? — αποστερεύω как с (ново)греческого переводится слово αποστερεύω? — высыхать, иссякать — τυπογραφία — πυριφλεγής — θρούμπα — κρυσταλλένιος — γλυκοξέφωτα — στυλιστικός — αχρείαστος — απόχυμα — κοσμοχαλασμός — δόνηση — περιαυτολόγος — ανεμοκινητήρας — απάνθησις — δέσποινα — φατνιορραγία — σκερτσόζα — βαβούρα — αντίκα — δηκτήρ — μουσκάρι — επικρουστικός |
|||