|
(-ορός) ο магистр, кандидат наук (учёная степень, соответствует кандидату наук в Советском Союзе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово магистр? — διδάκτωρ как на (ново)греческом будет слово кандидат наук? — διδάκτωρ как с (ново)греческого переводится слово διδάκτωρ? — магистр, кандидат наук — προσηλυτιστικός — ακολπος — καλότροπος — κοντήτερος — λαδομπογιαντίζομαι — γραπτά — αναβρυούσα — μπιρμπίλω — εκειδανό — δομαλιστήριον — τραχωματικός — δοντιάζω — αποστερητικός — ελεφαντομάχος — τυροκομικός — κατάδυση — αραιομετρία — βαφτιστίκια — ξεροβράχια — μεσοκαιρίτης — καψάθρα |
|||