Новогреческий словарь
αποδιοργανώνω
αποδιοργανώνω
дезорганизовать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дезорганизовать
? —
αποδιοργανώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποδιοργανώνω
? — дезорганизовать
#
(ново)греческий словарь
—
εξηκριβωμένος
—
υπολογίσιμος
—
αφόρμισμα
—
εξοχότατος
—
ειρηνοποιός
—
εξέλεγχος
—
άφτρα
—
αρέγγα
—
μπεκροκανάτας
—
παραΰστερα
—
ευφλογιστία
—
λειξιάρης
—
αμβλύτης
—
υπεριώδης
—
αγορά
—
τσουκανίζω
—
περήφανος
—
καλυκάγρα
—
νοίκιασμα
—
επιπλωτήρ
—
μελανείμων
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве