|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ματσάκι? — — ραντιστήρας — ποσώς — τριμμένος — ευπόρθητος — κρασοβάρελο — φαγουλιονός — σκόνη — χοντρέλλω — αλλαντοποιείο — ορθοδοντική — αβερτοσύνη — πολύπους — αυτόκλειστο — δοντοχτύπημα — γατόψαρο — κομψογράφος — μουνόψειρα — κρεατοελιά — παροξύτονος — παρεκκλίνω — εξήψα |
|||