|
посыпать чем-л. ; ~ μέ αλεύρι — посыпать мукой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посыпать? — πασπαλώ как с (ново)греческого переводится слово πασπαλώ? — посыпать — γριβάδι — δεκάχρονα — ενεπίγραφος — μεγαλοπραγμονώ — σκωπτικά — γιαταγάνι — ασύννεφος — νεφρικός — κυρτός — χειλικός — κατσικάς — βλάμισσα — συγκύριος — δυσκολογιάτρευτος — τσαχπίνης — κομπινοιζόν — νεοπλατωνισμός — αυτολοίμωξη — ταυροειδής — ποτέ — σφένδαμνος |
|||