|
ο 1) сборщик пожертвований; 2) компилятор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сборщик пожертвований? — ερανιστής как на (ново)греческом будет слово компилятор? — ερανιστής как с (ново)греческого переводится слово ερανιστής? — сборщик пожертвований, компилятор — στενογράφηση — αποκλειστικότητα — αγουβος — ταχυπορώ — πολυμέρεια — μουχρός — φυλακτικά — διαλελομένος — ψυχοπνευματικά — βαρούμενη — δίς — γοργοφτέρωτος — ηλεκτροθετικός — μεσάρης — αλληλασφαλιστικός — επιφυλαχτικός — αχολογώ — Δεκέβριος — εξερεονητικός — μηχανότρατα — ναρκοσυλλέκτις |
|||