Новогреческий словарь
εξετάφην
εξετάφην
παθ. αόρ. от εκθάπτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξετάφην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δεκατριετία
—
φευγάτος
—
θυμώ
—
ταχύμετρο
—
απότιστος
—
βαμβακοφόρος
—
αυτοραθιογραφία
—
χορτάρι
—
βλογημένος
—
μπάνισμα
—
εριούχος
—
αμάτιαχτος
—
ανεμοδείχτης
—
μολυβοκοντυλιά
—
αλοιδόρητος
—
δειλία
—
ανδρισμός
—
φορτσαρισμένος
—
αεράτος
—
κατσαριδόσκονη
—
κρυσταλλώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве