|
подниматься; ~ομαι στόν αγώνα — подниматься на борьбу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подниматься? — ξεσηκώνομαι как с (ново)греческого переводится слово ξεσηκώνομαι? — подниматься — ροδιά — ρεβίθι — προξενήτρια — μπεκρολόϊ — προαναφερόμενος — κακοκαμωμένος — ιερός — πάσχω — κροταφικός — τακτοποίηση — συνέχιση — πηρόπους — φυσερό — βιβλιοσυλλέκτης — οσμανικός — ομολογούμαι — πρόσχωση — ρώγα — αγαπητικός — βρωμισμένος — τοπάζι |
|||