|
το грам. наречие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наречие? — επίρρημα как с (ново)греческого переводится слово επίρρημα? — наречие — εγγυοδοτώ — κουραδόμαγκας — ευρωστία — εξαπάτηση — υποτροπιάζω — πλανιέμαι — αβερτοσύνη — καταμετρητικός — δενδροστοιχία — παρακελευσματικός — καλακούω — παρόραμα — ζάβλακας — περικαλάω — αξίζω — πυκνοκατοίκητος — φταίχτρα — ανάρρωση — ανάσυρση — κρανιομετρικός — πάγωμα |
|||