|
ο реостат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реостат? — ροοστάτης как с (ново)греческого переводится слово ροοστάτης? — реостат — θηκάρι — αρμενίζω — γλειμμένος — ομιλητικός — γαργαλιστικός — βαλβίδα — αεροφωτογράφηση — διάξων — προσθήκη — χειροτερεύμα — έφαλση — κοπτήρας — λειωμένος — βδέλλα — στραβοπατιέμαι — ρινικός — ξελέω — γυφτολάσι — ανεμιστήρας — χοινίκη — γαργιάρης |
|||