|
окапывать (кусты, деревья) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово окапывать? — ξελακκώνω как с (ново)греческого переводится слово ξελακκώνω? — окапывать — πεντάχορδος — καραβοτσακίζομαι — εξάφριση — χαλκεύω — βλαχαντερό — παλινόρθωση — φυτευτής — διάσκελο — ακόντιο — βυσσοδομω — επικριτικός — συφοριασμένος — κιάλια — ερέθισμα — αποστραβώνομαι — πολυθρύλητος — μικρομούρης — Μάϊος — συγγένισσα — χαλκόκοττα — τούρλα |
|||