|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νταϊλίκι? — — πλαστικότητα — αλόμετρον — λεμονής — καλύπτω — φωνολογικός — τοιχάκι — τρυγώ — ρυτιδώνω — προφυλαγμένος — άρτεμα — κοντοστούπης — ψύχρα — βαρυαλγω — ακαθύβριστος — κισσόφυλλο — αρχήθεν — χτύπημα — εξερεονητικός — αρνάκι — χαντάκι — εγκληματολογικός |
|||