|
литографировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово литографировать? — λιθογραφώ как с (ново)греческого переводится слово λιθογραφώ? — литографировать — αιώρα — χηνοτροφία — έκτοτε — βόλαγμα — μηνυτήριος — στακτή — ζωμοδόχος — αχνοτρέμω — παρενθήκη — παιάν — μετά — ξεπλήρωμα — καλορί — επικαλώ — αναθροφή — αστροφώτιστος — αυτεπάγγελτα — γιομόζω — επετειακός — πειραματίστρια — αναμεστώνω |
|||