|
нежелательный, нежеланный; ~ο μού είναι τ' αδικοσυναγμένο βιός — [phrase]я не желаю иметь состояние, нажитое нечестным путём[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нежелательный? — απόθητος как на (ново)греческом будет слово нежеланный? — απόθητος как с (ново)греческого переводится слово απόθητος? — нежелательный, нежеланный — ραιβόπους — σαρκολαβίδα — ασπράδι — τραπεζιέρης — λούτσος — ηλιογέννητος — ορνιθολογικός — διαπυητικός — επαλλάσσων — ανεξέργαστος — ταβανόσκουπα — χλωμαίνω — δερματάς — μαγγανησιούχος — γερμάνιο — ποικιλοτρόπως — κατεργάρικος — βαφτίσια — βορβοροφάγος — ψυχρά — εθελοντικότητο |
|||