|
η 1) опорожнение; 2) разливка (металла) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опорожнение? — απόχυση как на (ново)греческом будет слово разливка? — απόχυση как с (ново)греческого переводится слово απόχυση? — опорожнение, разливка — καθομιλουμένη — διπλογράφος — όχληση — αποχαρβαλώνω — δοκιμασία — πεδικλώνομαι — καστροφύλακας — βαθύτητα — λιμοκοντόρος — ψυχομάντις — γλύμμα — φαρυγγοσκόπιο — συνοικώ — αποδοκιμασία — αγαποβότανο — εξάκις — βουτυροποιός — καλλίγραμμος — χολοστεατικός — λιθογραφικός — ανάκυρτος |
|||