|
широкий, обширный; ~ειά σιδηροδρομική γραμμή — ширококолейная железная дорога #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово широкий? — πλατύς как на (ново)греческом будет слово обширный? — πλατύς как с (ново)греческого переводится слово πλατύς? — широкий, обширный — ανερρούσα — ασφαλτόπλινθος — καθορίζω — απαγκίστρωση — ανδρόπαυση — εδέησα — επίμονος — φοβητσιάρης — κατάμεστος — ερεθιστικότητα — χαρούμενα — κράμβη — ισόβιος — καρβύνιο — αμπολή — ανύπαρχτος — εναποταμιεύω — αφλεγής — δανεικός — προμηθεύω — τσιτσιρίζω |
|||