Новогреческий словарь
κατεξανίσταμαι
κατεξανίσταμαι
(αόρ. κατεξανέστην)
возмущаться, гневно протестовать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
возмущаться
? —
κατεξανίσταμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
гневно протестовать
? —
κατεξανίσταμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατεξανίσταμαι
? — возмущаться, гневно протестовать
#
(ново)греческий словарь
—
μακρομικρόμετρο
—
χρωμοφωτοτυπία
—
σπαθόλαμα
—
καραντίνα
—
αναρριπιστήρας
—
ελαστικότητα
—
παιδονομία
—
σύρμα
—
έθηκα
—
εμπορομηχανικός
—
τσιγγάνος
—
παγωτατζής
—
εκβρασμα
—
βερεμιάζω
—
προβατύλα
—
ψυχικάρης
—
κώλυμα
—
σχοινοβατώ
—
ζωογονώ
—
διεξοδικότητα
—
αγρανάπαυση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве