Новогреческий словарь
αναστατωμένος
αναστατωμένος
Возмущённый, потрясённый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναστατωμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τουρκοκρατία
—
αγλέουρας
—
αντισταθμιστής
—
γινατάρης
—
υμένας
—
μεταλλαγή
—
διαστραμμένος
—
οιστρογονοθεραπεία
—
ινδόρνις
—
δεύτερόγεννη
—
αντισημιτισμός
—
νεκροσκοπία
—
κότα
—
λαθεμένος
—
κάμαρα
—
καλοφαίνομαι
—
απόκρεως
—
κατατόπια
—
ενδεση
—
συναπαντώ
—
ήπειρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве