|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συγγενολόι? — — γουρσουζιά — πλουτοκρατικά — εδαφισμός — σαραντάρι — κυβικότητα — προξενεύω — άκρα — αναδυόμενος — πλανερός — σπογγαλιευτικό — έκπτωση — δικαιολογώ — Κύριος — μαραφέτι — εξοχωτάτη — έδρανο — ζέσταμα — χρεώγραφο — κορυφώνομαι — αεροκινητήρας — ανωδομή |
|||