|
нечищеный (об обуви); неначищенный, без блеска #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нечищеный? — αλουστράριστος как на (ново)греческом будет слово неначищенный? — αλουστράριστος как на (ново)греческом будет слово без блеска? — αλουστράριστος как с (ново)греческого переводится слово αλουστράριστος? — нечищеный, неначищенный, без блеска — εξωτερίκευση — μούρλια — απαραφύλακτος — αλατιστός — άργεμα — παραγωγός — πεσιμιστικώς — ζουριασμένος — ιπποπαραγωγή — μεταπλάθω — παρετυμολογικώς — δίμηνος — υπογλώσσιος — αρρόγιαστος — άγαλος — διαβουκόληση — εξαντλητός — μαργιόλικος — σχολή — προκαταβολικά — δεντρούλι |
|||