Новогреческий словарь
πταρνίζομαι
πταρνίζομαι
чихать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чихать
? —
πταρνίζομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
πταρνίζομαι
? — чихать
#
(ново)греческий словарь
—
σοδειάζω
—
ακακοπέραστος
—
αιθερόδρομα
—
δωδεκαδάκτυλος
—
πενηντάχρονος
—
φιλοπότις
—
κτενοποιία
—
κοντοβολεύω
—
δηλωτός
—
μπαλλωτιά
—
μείξη
—
δωδεκαπλούς
—
βλακόμουτρο
—
άπλωση
—
πεπαιδευμένος
—
ρεφορμιστικά
—
γυναικοδουλειά
—
εγκυστίωση
—
ξυλοκέρατο
—
πορφυροβαφής
—
επισκοπεία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве