Новогреческий словарь
μοναχός
μοναχός
II ο
монах
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
монах
? —
μοναχός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοναχός
? — монах
#
(ново)греческий словарь
—
ακονίαστος
—
αποστασιοποιούμαι
—
ενδεικνύω
—
νεόδμητος
—
ορκωμοσία
—
απασσάλειφτος
—
γράσος
—
αυτουδά
—
θύμηση
—
σπυρωτός
—
χολαιμικός
—
σαιξπηρικός
—
μίσθαρνος
—
πρωτοτόκια
—
εξανδραπόδισμός
—
απόκρυφα
—
εναντιοφρονώ
—
αγγελιάζομαι
—
καμπουριασμένος
—
βαθερός
—
παρακύηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве