|
оздоровительный; ~ή άδεια — отпуск после болезни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оздоровительный? — αναρρωηκός как с (ново)греческого переводится слово αναρρωηκός? — оздоровительный — απροσποίητος — εμπλουτιστικός — βουλευτοκρατία — στολαρχία — βολεύομαι — πορθμείο — μορφινίζω — αβίαστος — μιάμιση — μπεζερνώ — δεκήτομος — ακούρνιαστος — πανηγυρήσιος — τραχειοβρογχικός — αντισταθμιστικός — υποκρούω — μελισσόκομείο — επακολούθηση — προσαγόρευση — φκιαρίζω — μονταζιέρα |
|||