Новогреческий словарь
ταυτόχρονος
ταυτόχρον|ος
одновременный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
одновременный
? —
ταυτόχρονος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταυτόχρονος
? — одновременный
#
(ново)греческий словарь
—
υφαλμυρότητα
—
ξενοδοχιακός
—
βλεπόρης
—
οκτωβριανός
—
ποταμόσκυλο
—
εκπεσμός
—
παράφερνα
—
ευχαριστώ
—
γραμμιστήρι
—
καθολικεύω
—
μυρισμένος
—
διόφθαλμος
—
αντάρτικος
—
ψυχρηλασία
—
μηλοπέπονο
—
απαράληπτος
—
θαμνόφυτος
—
λιοπερίβολο
—
κατασταίνω
—
εξοφλητήριο
—
ρινοφωνία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве