|
η воен. спусковой рычаг, шептало #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спусковой рычаг? — σχαστηρία как на (ново)греческом будет слово шептало? — σχαστηρία как с (ново)греческого переводится слово σχαστηρία? — спусковой рычаг, шептало — παρασόκακο — παράλλαγμα — οσφρητικός — καγχασμός — αδυνάμωτος — κενότητα — πλάτινα — διακονώ — πυρρός — τραμπούκος — αδράζω — σέρβικα — ηλεκτροστατική — αμφίτρητος — πανέρι — δυσάρεστος — καταδίκη — χαρτοπαίκτις — δεκατριάκις — αγυάλιγος — θολωμένος |
|||