|
поднимать целину #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поднимать целину? — ξεχερσώνω как с (ново)греческого переводится слово ξεχερσώνω? — поднимать целину — μάννα — σουιετενία — επτασύλλαβος — υπογράφω — ορνιθολογία — τρίστηλος — εχιδνοειδής — σχημοτογραφία — έκδηλος — ανθρακείο — ωτασπίδα — γατί — αμαξοστοιχία — τίποτε — σμυρίγδι — σύζευγμα — δωρητός — βροχιάζω — διαιρετός — δεκάτευμα — φαίνω |
|||