|
το уст. бельё #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бельё? — λεύχειμο как с (ново)греческого переводится слово λεύχειμο? — бельё — υψοδείχτης — σιλλιμανίτης — φέξο — τεσσαρακονθήμερο — κατάδρομος — πλινθοποίηση — χειριδωτός — ὠτακουστέω — μινοράκι — επαληθεύω — ανεμοσυρμή — ανίκητος — πολυτελώς — ξέσκουρα — αβλασφήμητος — συμφιλιωτικώς — ηγγυημένος — εξουσιοδότηση — βρακάκι — μαθητεύομαι — βιβλιολατρία |
|||