Новогреческий словарь
καλυτέρευμα
καλυτέρευμα
улучшение
;
~ τών σχέσεων μας — [phrase]улучшение наших взаимоотношений[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
улучшение
? —
καλυτέρευμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλυτέρευμα
? — улучшение
#
(ново)греческий словарь
—
στυλά
—
γλιγουδιάρης
—
ξύλευση
—
αδελφικότητα
—
μεταλαμβάνω
—
όρος
—
τριακονταετής
—
συσσιτολόγιο
—
ευμεγέθης
—
στενοκέφαλος
—
μπιραρία
—
θεματολογία
—
απαγωγικός
—
πολυτεντώνω
—
αξεδίψαστος
—
υδρονομέας
—
γλιγλίζω
—
υπόστυφος
—
διατάσσω
—
αδιάδοχος
—
σοκάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве