|
косить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косить? — κοσσίζω как с (ново)греческого переводится слово κοσσίζω? — косить — αποτελεσματικός — κοτυληδών — αποδύομαι — τρέμω — πάσα — αεροΰφαντος — χελωνόστρακον — μισοτιμίς — πλημμυρισμένος — καγχάζω — ελικώ — σχολαστικός — μπάντα — αβλάστητος — εισακούομαι — δάγκαμα — διαιτητής — διεπυθόμην — δυσαρεστώ — νυμφομανία — τσαμπούκολίδικος |
|||