|
ο лесопилка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лесопилка? — πριονόμυλος как с (ново)греческого переводится слово πριονόμυλος? — лесопилка — αναγελαστικός — ευανάγνωστος — τσέτουλα — ρεμπελεύω — δανειστής — βαθήσκιωτος — σαρωμένος — δίχορδος — σχεδιογραφώ — έμαθα — πρεστίζ — αλλοιωτός — σαλατικό — λαθροϋλοτόμος — αφορμῶμαι — βιομηχανικός — εβδομηκονταετής — κοπρισμός — ξύση — αριστούχος — πρωθύστερος |
|||