|
το киловатт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово киловатт? — κιλοβάττ как с (ново)греческого переводится слово κιλοβάττ? — киловатт — σεισμόπληκτος — νταγιάντισμα — μάδισμα — υδατοσφαιρίστρια — αλιπάστωσις — αξιοσύνη — υδρίτης — σταφιδόκαρπος — εικονόδουλος — σποροκαθαριστήριο — αναδάσωση — αμυντήριος — πυκνωτής — φούλ — μπαρμπεριό — σεληνιασμός — πλαστογράφηση — ηλεκτροακτινολογία — συγκρίσιμος — αφαλοκόβω — φετφάς |
|||