|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πορνοπεριοδικό? — — συστοιχία — αμόνοιαστος — ανελκτήρας — λουτήρας — ευκαταμάχητος — ταμπακοθήκη — φιλήδονος — νεκροψία — προστατευτικό — αγουρέλαιον — Ωκεανίδες — ευθύβολος — συγκινησιακός — βάστα — σκληρόφυλλος — γαστρονόμος — σφυροβόλος — αθλοθετώ — τσιφούτισσα — προημιτελικός — αλάνης |
|||