|
το лейка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лейка? — λαντουριστήρι как с (ново)греческого переводится слово λαντουριστήρι? — лейка — συνεργάζομαι — ιέρας — ξίδι — π.μ. — τοκισμός — πέτρωμα — αλάργος — βαφείο — γρανίτσα — αγγελοσκιάζω — αναμοιομορφία — πίγκ-πόγκ — τύφος — προσδένω — εκηβόλος — πνευμονεκτομή — πρωθοπουργεύω — προσευχή — μουντίζω — βαρώμι — μυροπώλις |
|||