|
το лейка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лейка? — λαντουριστήρι как с (ново)греческого переводится слово λαντουριστήρι? — лейка — σκώπτης — συρτός — καθισματάκι — βραβευμένος — αφεντικός — επανείδον — μπαστούνι — υβριστής — χαρτονοποιός — Πρωτημαρτιά — αφήνω — τεχνουργώ — αντιστρεφόμενος — αναρρίπιση — υδρόρνις — ενδότερος — δεκάλεπτος — χαϊδολογώ — θερμιδομετρία — αντικρινός — επίπαγος |
|||