Новогреческий словарь
δέος
δέ|ος
(-ους) τό
страх, боязнь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
страх
? —
δέος
как на
(ново)греческом
будет слово
боязнь
? —
δέος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δέος
? — страх, боязнь
#
(ново)греческий словарь
—
εάν
—
εξαμβλωτικός
—
ανεμίδι
—
κακοτρώγω
—
διασφήνωσις
—
σκληρόκαρδα
—
κουρελιάρης
—
θυμίασις
—
άγλυκαστος
—
αμετάφραστος
—
αναχωρητισμός
—
ειδησεογραφία
—
σκελετωμένος
—
πιστολάκι
—
κυκλώνω
—
καλόγουστα
—
ορθοτομία
—
αποξύω
—
κασιδιάζω
—
καταδεχτικός
—
αλίχνιστα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве