|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δεσποινιδούλα? — — δίκωχο — ασβεστοποιία — ενήμερος — αμορφωσιά — συζητητικός — ψηλοκρατώ — σοροπιάζω — μηνιγγιτικός — μαγκαρία — κλεψιμιός — κλειδαρότρυπα — κτενοποιός — αχαμνάδα — ντεϊστής — κνημιαίος — αλειπτήρ — στερεό — υπερβαλλόντως — τσακισμένος — γερακωτός — ιεροκρατικός |
|||