|
накладывать пластырь; === τόν εμπλάστρωσα στό ξύλο — [phrase]я его исколошматил[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово накладывать пластырь? — μπλαστρώνω как с (ново)греческого переводится слово μπλαστρώνω? — накладывать пластырь — άτσαλα — πέργουλα — μπαϊράκι — ροφητός — Βούλγαρος — πακεταρισμένος — άραχνος — περβέρι — εξαρτύομαι — αμαυρόχρωμος — βραχύσωμος — ψιλώνω — πρήξιμο — καθισματάκι — πλουταίνω — μικρόκοσμος — καθυπόταξη — πισσόστρωση — αφυδάτωση — περιτραχήλιο — αντιπροσφέρω |
|||