|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εύσωμος? — — χαρτοπαίχτης — διάβημα — ενστικτώδης — υδατομετρικός — δεξιόκωπος — αποκριάτικος — αυτοδιοίκητος — πολυφαγάς — δενδρόλιθος — υγειονομία — ρόδισμα — παγίδευμα — κατάμακρα — καρδιοσκασιά — φαρμακιάρης — χόχλος — νύξη — επιδημητικός — αστροφυσική — γαλατερό — κλαρινέτο |
|||