|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κανονιστικά? — — τριγλωσσία — τορνευτήριο — πλεονέκτημα — φημισμένος — σταλίδωμα — υποναύαρχος — ξυλόστρωτο — απομαδώ — αυτοβιογράφος — ερωτοκουβέντα — μεταλλίτης — αόρατος — αμμούδα — πλεκτό — αλεκτρυονομαχία — ηλεκτρομηχανικός — μπήκα — βιβλιοδεσία — φριμάζω — πατρωνυμικός — πυρακτώνω |
|||