|
дочерний #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θυγατρικός? — — αυτόχειρας — θεμελιώδης — αθυροστομία — βενζιναντλία — ξαναφεύγω — εξολισθάνω — ανθρωπολατρικός — βλάμισσα — καρφίτσωμα — σταχολόγημα — έκδηλος — αποκριάτικος — βιασύνη — πρωτοκολλητής — μύωπας — αιμοφιλικός — πανάρχαιος — πλινθοστρώνω — νανουριστός — τραυματισμός — θωρακοβαρις |
|||