|
(αόρ. απέταμον и απέτεμον) отрубать, отсекать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отрубать? — αποτέμνω как на (ново)греческом будет слово отсекать? — αποτέμνω как с (ново)греческого переводится слово αποτέμνω? — отрубать, отсекать — γιάτρεμα — ιδιοσυντήρητος — βακχανάλια — φρεσκοπαντρεμένος — διαμιλλώμαι — συλλυπητήριο — γκιοσέμι — κοσμικότητα — μορφινίζομαι — ομπρέλλα — κωλόχαρτο — καθεκλοποιός — χελωνίσιος — αχρύσωτος — ταβερνόβιος — θησαυροφυλάκιο — πέρας — θεραπευτικός — ψευδοκλασικισμός — ανασταλτός — φωτόμετρο |
|||